συφιλίζω

συφιλίζω
Ν [σύφιλη]
εμβολιάζω πειραματόζωο με συφιλιδικό ιό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συφιλισμός — ο, Ν [συφιλίζω] ιατρ. πειραματικός εμβολιασμός τού οργανισμού υγιούς ατόμου ή πειραματόζωου με συφιλιδικό ιό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”